ΔΕΣΦΑ: Συγκρατημένες προβλέψεις για τη ζήτηση αερίου

Υποχώρηση τιμών του φυσικού αερίου λόγω μεταβολής του καιρού

Η ηλεκτροπαραγωγή θα συνεχίσει να αποτελεί τον μεγαλύτερο καταναλωτή φυσικού αερίου και κατά την επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει στην ετήσια έκθεσή της για το 2015 η διοίκηση του ΔΕΣΦΑ.

Ωστόσο οι προβλέψεις που κάνει ο Διαχειριστής για το επίπεδο κατανάλωσης φυσικού αερίου στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, είναι όχι απλώς συγκρατημένες, αλλά μειωμένες κατά 50% έναντι των προβλέψεων του 2011, που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ως επιτεύξιμες. Συγκεκριμένα, για την χρονική περίοδο 2016-2024 ο ΔΕΣΦΑ εκτιμά ότι η ετήσια κατανάλωση φυσικού αερίου θα κυμαίνεται μεταξύ 3,7 δισ. κυβικά μέτρα το 2016 και 3,63 δισ. κ.μ. το 2024 με τιμές γύρω στα 3,9 δισ. την τριετία 2018-2020.

 

Για τις ίδιες περιόδους, οι εκτιμήσεις ετήσιας κατανάλωσης φυσικού αερίου του 2011, ξεκινούσαν από τα 6,3 δισ. κ.μ. το 2016, φτάνοντας τα 6,6 δισ. το 2024. Τα διορθωμένα και ρεαλιστικότερα μεγέθη της ετήσιας έκθεσης της διοίκησης του ΔΕΣΦΑ, είναι και αυτά «τσιμπημένα» προς τα άνω (περίπου 200 εκατ. κ.μ. ετησίως), έναντι των όσων προβλέπει το δεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης του ΔΕΣΦΑ για την περίοδο 2016-25. Η αύξηση αυτή, δικαιολογείται από τη μείωση της τιμής του φυσικού αερίου που εκτιμάται ότι θα συμβάλλει θετικά στην αύξηση της κατανάλωσης.

 

Συμπερασματικά, η ελληνική αγορά φυσικού αερίου, περίπου μια εικοσαετία μετά την είσοδό του στο ενεργειακό ισοζύγιο, θα παραμένει υποτονική έως αναιμική, εξαιτίας μεταξύ άλλων του υψηλού συνολικού κόστους για τον τελικό καταναλωτή και ιδίως τον βιομηχανικό, ενώ η ηλεκτροπαραγωγή θα συνεχίσει να αποτελεί τον κλάδο που θα στηρίζει την κατανάλωση φυσικού αερίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μεγαλύτερη κατανάλωση φυσικού αερίου σημειώθηκε στην χώρα μας το 2011 και ήταν 4,6 δισ. κ.μ. (για πρώτη φορά η κατανάλωση ξεπέρασε τα 4 δισ. κ.μ. το 2008). Από την ποσότητα αυτή το 66,1% διατέθηκε στην ηλεκτροπαραγωγή, το 16,8% στην βιομηχανία και το 17,1% στα δίκτυα πόλεων.

 

Τα επόμενα χρόνια, η αλλαγή του ρυθμιστικού πλαισίου για την ηλεκτροπαραγωγή σε συνδυασμό με την επιβολή υψηλής φορολόγησης στο φυσικό αέριο (5,4 ευρώ η μεγαβατώρα), περιόρισαν την κατανάλωση που το 2014 αντιπροσώπευε μόλις 2,78 δισ. κ.μ. Η μικρή ανάκαμψη το 2015 όταν η κατανάλωση ανήλθε σε 2,96 δισ. κ.μ. ήταν αποτέλεσμα της μείωσης της τιμής του αργού και προϊόντων πετρελαίου, που σταδιακά μεταφέρθηκε στις τιμές του φυσικού αερίου, καθιστώντας το ευθέως ανταγωνιστικό του λιγνίτη. Και πάλι η ηλεκτροπαραγωγή, κυρίως των ανεξάρτητων παραγωγών, ήταν αυτή που κάλυψε το μεγαλύτερο ποσοστό και συγκεκριμένα το 57% της συνολικής ζήτησης.

 

Η διατήρηση της τάσης αυτής, στις διεθνείς τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου σε συνδυασμό με αναμενόμενες εξελίξεις στην εγχώρια ενεργειακή αγορά (αποσύρσεις παλαιών λιγνιτικών μονάδων) σύμφωνα με τον ΔΕΣΦΑ θα αποτελέσουν τα θεμελιώδη για την διαμόρφωση των παραπάνω μεγεθών τα επόμενα χρόνια, εκτός και αν, όπως φοβάται η αγορά, το φυσικό αέριο επιβαρυνθεί με νέα αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης όπως φημολογείται.

 

Από την πλευρά του, ο ΔΕΣΦΑ με βάση την μελέτη του ΑΠΘ, εκτιμά ότι η ζήτηση φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή θα αυξηθεί από το 2016 και εξής κυρίως λόγω της σταδιακής απόσυρσης λιγνιτικών µονάδων, όπως των ΑΗΣ Καρδιάς και Αμύνταιου λόγω περιβαλλοντικών περιορισµών που θέτει η Κοινοτική νοµοθεσία, καθώς οι παραπάνω µονάδες µπορούν από την 01 Ιανουαρίου 2016 να λειτουργήσουν κατά µέγιστο για 17.500 ώρες και σε µέγιστο χρονικό ορίζοντα 8 ετών.

 

(Μ. Καϊταντζίδης, euro2day.gr, 11/4/2016)

Μπορεί επίσης να σας αρέσει