Χαμηλότερο ενεργειακό κόστος-Ενίσχυση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας !

Xαμηλότερο ενεργειακό κόστος, σημαίνει ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας !

Σημαντικοί μακρο-οικονομικοί δείκτες της ελληνικής οικονομίας  (πρωτογενές πλεόνασμα – μειωμένο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο) δείχνουν την έξοδο της χώρας από την βαθιά κρίση των τελευταίων 6 ετών και την επιστροφή της -έστω και με βήμα σημειωτόν- προς την ζητούμενη ανάπτυξη.

 

Η σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας με πολιτικές λιτότητας -στα πλαίσια του κοινού νομίσματος- στόχευσε στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος εσωτερικής υποτίμησης που θα δημιουργούσε συνθήκες διεθνούς ανταγωνιστικότητας στην οικονομία μας, ώστε τα προϊόντα μας (βιομηχανικά – γεωργικά) και οι υπηρεσίες μας (τουρισμός) να γίνουν ελκυστικά στις διεθνείς αγορές.
Οι πρώτες σημαντικές ενδείξεις επίτευξης του στόχου διαφαίνονται πάνω στις φετινές επιδόσεις στην αγορά του ελληνικού τουριστικού προιόντος. Αύξηση 15% στις αφίξεις για 2η συνεχόμενη χρονιά, αυξημένη μέση κατά κεφαλή δαπάνη ανά διανυκτέρευση καθώς και 90-100.000 νέες θέσεις μερικής ή πλήρους απασχόλησης.
Όμως “ένας κούκος δεν φέρνει την Άνοιξη” (σύμφωνα με το γνωστό λαικό γνωμικό, έτσι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο σε ένα κλάδο και μάλιστα στον τουριστικό κλάδο που δείχνει “ευαισθησία” στις γεωπολιτικές εξελίξεις (οι οποίες “στη γειτονιά μας” δεν είναι και λίγες).

Από την άλλη, όλοι οι οικονομολόγοι βλέπουν πως οι εξαγωγές “πάγωσαν”-σταθεροποιήθηκαν (μετά από έναν αρχικό “ενθουσιασμό” εξαιτίας της ,παροδικής, ανάπτυξης τους) ενώ θεωρούν πως η  μείωση των εισαγωγών -λόγω της ύφεσης- θα αντιστραφεί ,σε μεγαλύτερη ζήτηση, με τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό, η οικονομία μας χρειάζεται μια διευρυμένη ανταγωνιστική παραγωγική βάση με εξαγωγικό προσανατολισμό !

Μεταποίηση και αύξηση της εξαγωγικής βιομηχανικής παραγωγής πρέπει να τεθούν ψηλά στις προτεραιότητες της ελληνικής οικονομικής πολιτικής (έτσι ώστε να καλυφθεί και η διαφορά της σημερινής πραγματικότητας που δείχνει 9% του ΑΕΠ με τον Ευρωπαικό στόχο του 20% σε ορίζοντα μόλις 6 χρόνων, δηλαδή μέχρι το 2020).

Η ελληνική μεταποιητική βιομηχανία της τελευταίας 5ετίας  έχει υποχωρήσει αισθητά με συνέπειες όπως η μείωση φορολογικών εσόδων ,η αύξηση της ανεργίας, η μείωση του ΑΕΠ. Ιδιαίτερα οι εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στους κλάδους των κατασκευών και απευθύνονταν κυρίως στην εσωτερική αγορά (τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία) είδαν τα μερίδια τους να συρρικνώνονται και τους τζίρους τους να πέφτουν κατακόρυφα σε επίπεδα που προβληματίζουν ακόμη και για την δυνατότητα “βιωσιμότητας” τους. One way out ο δρόμος των εξαγωγών, μα απαραίτητη προυπόθεση η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των προιόντων τους. Μιά ανταγωνιστικότητα που μπορεί να επιτευχθεί με προσιτό κόστος χρηματοδότησης, χαμηλό κόστος ενέργειας και χαμηλό κόστος εργασίας. Ο μόνος από τους 3 πιο πάνω,απαραίτητους συντελεστές επίτευξης ανταγωνιστικότητας που πραγματικά έχει βελτιωθεί στη χώρα μας, είναι αυτός που σχετίζεται με το κόστος εργασίας. Αντίθετα οι συντελεστές της χρηματοδότησης και του κόστους ενέργειας “δυσκολεύουν” -μέσω των αυξητικών τους τάσεων- το ήδη δύσκολο έργο των ελληνικών βιομηχανιών. Αν επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο κόστος ενέργειας  στην Ελλάδα,μπορούμε να παρατηρήσουμε μία σειρά κλάδων (π.χ. τσιμέντου, χημικών,μετάλλων κλπ)στους οποίους το κόστος ενέργειας μπορεί να φτάνει και το 50% του κόστους της παραγωγικής διαδικασίας ! Μία παρατήρηση που αν διευρυνθεί και στο διεθνές πεδίο θα εντοπίσει πως οι διαφορές του κόστους ενέργειας είναι σημαντικές από χώρα σε χώρα δημιουργώντας ή στερώντας το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις βιομηχανίες που εδράζονται σε χώρες με χαμηλά ενεργειακά κόστη.

Η επίτευξη ενός ανταγωνιστικού ενεργειακού κόστους θα επιτρέψει στην πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων (και ιδιαίτερα των βιομηχανικών κλάδων) στο να επενδύσουν, να καινοτομήσουν, να εξάγουν ανταγωνιστικά προιόντα δημιουργώντας παράλληλα και εκατοντάδες νέες θέσεις εργασίας.

 

Τι ισχύει αυτή την περίοδο στην ελληνική αγορά

 

Στην Ελλάδα το κόστος της ενέργειας – ηλεκτρικού ρεύματος & φυσικού αερίου – είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (30% έως 100% ακριβότερο). Με δεδομένο πως το κόστος ενέργειας παίζει σημαντικό ρόλο για την ανάπτυξη όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στηρίζουν τις βιομηχανίες τους εξασφαλίζοντας γι αυτές ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας (απαλλάσοντας τες από διάφορες φορολογικές επιβαρύνσεις και εξασφαλίζοντας τους “διευκολύνσεις” που δεν είναι πάντα σε απόλυτη συμφωνία με τις ευρωπαϊκές οδηγίες. Στη χώρα μας, η αγορά της ενέργειας βρίσκεται σε φάση εξέλιξης με στόχο τις χαμηλότερες τιμές προς τους τελικούς καταναλωτές. Φυσικά πρέπει να διανυθεί αρκετός δρόμος μέχρι την επίτευξη αυτού του στόχου. Με πρωτοβουλία Κυβέρνησης και  Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) πρόσφατα υλοποιήθηκαν μέτρα στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας (ειδικά βιομηχανικά τιμολόγια για μεγάλους καταναλωτές υψηλής τάσης) και του φυσικού αερίου, προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο το φυσικό αέριο παραμένει το ακριβότερο στη Ευρώπη για τους βιομηχανικούς καταναλωτές.Κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση το ότι η ΔΕΠΑ έχει προχωρήσει ήδη σε δημοπρατική διάθεση ποσοτήτων αερίου με  αποτέλεσμα την εξασφάλιση ορισμένων ποσοτήτων σε πιο ανταγωνιστικές τιμές, για τους πελάτες που δεν βρίσκονται στις περιοχές των μονοπωλίων των ΕΠΑ.

Η αύξηση της απασχόλησης και η ποθούμενη ανάπτυξη θα έρθουν με την αύξηση της παραγωγής ανταγωνιστικών εξαγώγιμων προϊόντων και όχι με επαναφορά μας στο προηγούμενο καταναλωτικό μοντέλο που θα μας ξαναβάλει σε έναν ατελείωτο φαύλο κύκλο δανεισμού και εισαγωγών.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει