Πολύπλευρη ώθηση από την ανάπτυξη του εσωτερικού δικτύου αερίου

Πολύπλευρη ώθηση από την ανάπτυξη του εσωτερικού δικτύου αερίου

Παρότι εκ πρώτης όψεως μοιάζουν δύο διακριτοί άξονες, η επέκταση και ανάπτυξη του εσωτερικού δικτύου αερίου ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας και, από την άλλη, η προώθηση των μεγάλων διεθνών projects τα οποία ενδιαφέρουν τη χώρα και την ίδια τη ΔΕΠΑ, φαίνεται ότι έχουν σοβαρή αλληλεπίδραση.

 

Εκτιμάται συγκεκριμένα, ότι η νέα στρατηγική που εισήγαγε η διοίκηση της εταιρείας, (το «δόγμα Κιτσάκου» όπως έχει αρχίσει να ονομάζεται στην ενεργειακή «πιάτσα») σύμφωνα με την οποία θα εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες και οι μέθοδοι ώστε το αέριο να φτάσει παντού όπου είναι δυνατόν στην Ελλάδα, είναι μια στρατηγική που θα οδηγήσει σε αύξηση των καταναλώσεων, η οποία αύξηση θα δώσει ώθηση στα ίδια τα μεγάλα ενεργειακά έργα, βασικό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η υποδοχή ή η διαχείριση στη «γειτονιά μας» αυξημένων ποσοτήτων αερίου. Μιλάμε για έργα όπως ο αγωγός TAP, ο νότιος διάδρομος μεταφοράς Ρωσικού αερίου (ο «νέος» ITGI), ο Ελληνοβουλγαρικός αγωγός IGB, αλλά και το πλωτό τερματικό LNG στην Αλεξανδρούπολη.

 

«Η κοινωνικοκεντρική αντίληψη που μας ώθησε να διερευνήσουμε και να προωθήσουμε την αναβάθμιση της εσωτερικής αγοράς, παράγει, εν τέλει, και σημαντικό επιχειρησιακό αποτέλεσμα, το οποίο αποτελεί μοχλό υποβοήθησης και των διεθνών projects αερίου της χώρας» τονίζουν πηγές της εταιρείας, εξηγώντας ότι μια αναβαθμισμένη ελληνική αγορά θα μπορεί να απορροφήσει ποσότητες αερίου από τους σχεδιαζόμενους αγωγούς, με καλύτερους μάλιστα οικονομικούς όρους, βελτιώνοντας έτσι και το κόστος του ενεργειακού μείγματος της χώρας. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, η ανάπτυξη του εσωτερικού δικτύου θα «δώσει» μια άνοδο της μέσης κατανάλωσης κατά περίπου 0,5 έως 0,6 bcm, ετησίως μέχρι το 2021 – 2022. Πρόκειται για σημαντική άνοδο αν αναλογιστεί κανείς ότι ισούται περίπου με το 20% της συνολικής αγοράς.

 

Η περεταίρω αναβάθμιση της εσωτερικής αγοράς θα γίνει με τρείς τρόπους:

·         Επέκταση των δικτύων σε περιοχές που γειτνιάζουν με τον κεντρικό σύστημα μεταφοράς του φυσικού αερίου.

·         Μεταφορά, με βυτιοφόρα, συμπιεσμένου αερίου (CNG) σε πιο απομακρυσμένες περιοχές στις οποίες θα εγκατασταθούν συμπιεστές και θα αναπτυχθούν μικρά τοπικά δίκτυα, στο βαθμό βεβαίως που οι καταναλώσεις επιτρέπουν τέτοιες επενδύσεις.

·         Με μεγαλύτερα έργα μεταφοράς υγροποιημένου αερίου (LNG) σε λιμάνια της χώρας, εγκατάστασης των σχετικών υποδομών και ανάπτυξη τοπικών δικτύων.

 

Η χρηματοδότηση των έργων θα γίνει με πόρους από περιφερειακά αναπτυξιακά προγράμματα (ΕΣΠΑ), ίδιους πόρους της ΔΕΠΑ και πιθανή δανειοδότηση από ευρωπαϊκή επενδυτική τράπεζα στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Η πρώτη φάση του σχεδιασμού, για την περίοδο 2016-2025, αφορά τέσσερις περιφέρειες: Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, Στερεά Ελλάδα – Εύβοια, Κεντρική Μακεδονία, Δυτική Ελλάδα. Οι τρεις πρώτες είναι οι πιο «προχωρημένες» σε επίπεδο προετοιμασίας, αρχής γενομένης από την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης. Στη Δυτική Ελλάδα πρόκειται να υπάρξει μεταφορά LNG, καθώς ήδη στην Πάτρα έχει υπάρξει παραχώρηση έκτασης μέσα στο λιμάνι.

 

Το μήκος των νέων δικτύων διανομής χαμηλής πίεσης και των γραμμών εξυπηρέτησης, που θα κατασκευαστούν έως το τέλος του 2021, εκτιμάται σε περίπου 1.300 χιλιόμετρα, τα οποία θα προστεθούν στα 450 χιλιόμετρα του ήδη υπάρχοντος δικτύου.

 

Στο πλαίσιο του δικτύου αυτού υπολογίζεται ότι θα δημιουργηθούν εντός της επόμενης δεκαετίας συνολικά περίπου 160.000 συνδέσεις, ήτοι:

·         140.000 νέες οικιακές συνδέσεις

·         19.000 νέες εμπορικές συνδέσεις

·         350 νέες βιομηχανικές συνδέσεις

 

Τα αιτήματα που δέχεται η ΔΕΠΑ από μεμονωμένους Δήμους, πόλεις κ.λπ. που ζητούν να αποκτήσουν πρόσβαση στο φυσικό αέριο είναι πραγματικά εντυπωσιακό, αλλά προφανώς η επιχείρηση δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα γιατί ο σχεδιασμός της βασίζεται σε τεχνοοικονομικές παραμέτρους, δηλαδή στατιστικά δεδομένα των τελευταίων ετών, εκτίμηση προοπτικών, κοστολογίων και εμπορικών στοιχείων (κατανάλωση) των επιλεγμένων περιοχών, από τα οποία προκύπτει το κατά πόσον είναι βιώσιμη κάθε προτεινόμενη επέκταση.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει